- σκάζοντας
- σκάζωlimppres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μιμίαμβος — Μίμος γραμμένος σε στίχους σκάζοντας ή χωλιάμβους, που διηγείται με χιουμοριστικό τρόπο επεισόδια από την καθημερινή ζωή του λαού. Ο καλύτερος συγγραφέας μ. στην αρχαία ελληνική λογοτεχνία ήταν ο Ηρώνδας, που τον μιμήθηκε και ο Λατίνος Γναίος… … Dictionary of Greek